An endless wondering…
Αν κάνεις
απόπειρα επεξηγηματικής ενασχόλησης με κάτι, που ορθώνεται μεγαλειωδώς στη
μουσική πανδαισία, βρίσκεσαι ανάμεσα στον ενθουσιασμό και τη φοβία για την ορθή
ολοκλήρωση του εγχειρήματός σου. Ειδικότερα, αν αυτό διαπραγματεύεται την πιο μεταβατική
μουσική περίοδο του 2ου μισού του 20ου αιώνα. Mid 60’s έως mid 70’s.
Η
μεταπολεμική τέφρα έχει δώσει για τα καλά τη θέση της στη γόνιμη δημιουργία,
πλαισιωμένη από αχαλίνωτα όνειρα και ελπίδα για ένα νέο κόσμο ειρήνης και
ευημερίας. Η μουσική βιομηχανία καλπάζει, αφού έχει σύμμαχο μία αφηνιασμένη
μουσική ολότητα στη σύνθεση, την ψυχεδέλεια και τον πειραματισμό. Το Ηνωμένο
Βασίλειο (εκπροσωπούμενο κυρίως από την Αγγλία και τη Σκωτία) κυοφορεί τη
σύγχρονη μουσική πραγματικότητα και γεννά μία πληθώρα μουσικών σχημάτων και
καλλιτεχνών, οι οποίοι θα αποτελέσουν το προπύργιο της προοδευτικής μουσικής (progressive), ως ιδίωμα και ως τρόπο έκφρασης. Ειδικά, στο
δεύτερο μισό της δεκαετίας αυτής, γεννιούνται σχήματα που καινοτόμησαν όσο
κανένας -μέχρι τότε- και γιγαντώθηκαν στο πέρασμα των χρόνων, αφήνοντας
μνημειώδη παρακαταθήκη στη μουσική ιστορία.
Μεταφερόμαστε στο 1965 και το καταπράσινο Godalming της νότιας
Αγγλίας, όπου δεσπόζει το πουριτανικό Charterhouse School, το οποίο
εκκολάπτει μελλοντικούς πολιτικούς, νομικούς και εργοστασιάρχες. Μία παρέα
φοιτητών και φίλων περνά τον ελεύθερο χρόνο της προβάροντας επιτυχίες μουσικών
ινδαλμάτων της εποχής. Την αποτελούν ο Tony Banks (πλήκτρα, ακουστική κιθάρα,
φωνητικά), ο οποίος έχει κλασσική μουσική παιδεία, ενώ δεν σηκώνει πολλά-πολλά
σε μουσικές προτάσεις και ‘‘συμβουλές’’ πέραν των δικών του, ο Peter Gabriel (κύρια φωνητικά,
φλάουτο, κρουστά), ήσυχος αλλά φιλόδοξος, πείθοντας τους υπόλοιπους ως main singer, αφού πρώτα ανεβεί σε ένα τραπέζι και ερμηνεύσει James Brown, με απόλυτη πιστότητα σε φωνή και κινήσεις, ο Mike Rutherford (μπάσο,
ακουστική κιθάρα, φωνητικά), ο τυπικός Βρετανός ρέμπελος, που ήθελε ανέκαθεν να
γίνει rock star και ο Anthony
Philips (ηλεκτρική και ακουστική κιθάρα, φωνητικά), ο εν κοινή
συναινέσει ‘‘αρχηγός της μπάντας’’, φιλήσυχος, σοβαρός και με στόφα
επαγγελματία, μουσικός, ενώ κρατάει και το χαρακτήρα του βασικού συνθέτη. Τη
μπάντα πλαισιώνει ως drummer o Chris Stewart.
Ένα ηχογραφημένο τους 6-track demo πέφτει στα
χέρια του Jonathan
King, ο οποίος πείθει την μπάντα να μπει στο studio και να ηχογραφήσει επίσημα. Προτείνει το όνομα GENESIS
και συνάμα υπογράφει με την μπάντα το πρώτο της επίσημο συμβόλαιο στην Decca Records.
Οι GENESIS ηχογραφούν το FROM GENESIS TO REVELATIONS (release: Μάρτιος ‘69). Το άλμπουμ
χαρακτηρίζεται από συνθέσεις βασισμένες στο pop rockabilly
των 60’s και ελέω Beatles και Rolling Stones αποτυγχάνει
παταγωδώς. Οι πωλήσεις είναι τραγικές, η Decca Records
δεν το συγχωρεί και λύνει ευθύς αμέσως το συμβόλαιο με τη μπάντα. Εν τω
μεταξύ η στιγμή της αποφοίτησης από το Charterhouse έχει φτάσει και μαζί της πληθώρα αιτήσεων για δουλειά
από εταιρείες, που δεν χάνουν τέτοια ‘‘κελεπούρια αποφοίτων’’.
Η κοινή συμφωνία για επαγγελματική πορεία ως μουσικοί,
είναι η απάντηση. Η μπάντα αποσύρεται στο εξοχικό του πιστού φίλου της, Richard McPhail και
περνάει ένα μακρύ, αβέβαιο χειμώνα, όπου προβάρει και ηχογραφεί ακατάπαυστα. Πενιχρά
οικονομικά μέσα και ατελείωτα Live σε μικρά stage ‘‘σκοτώνουν στο δρόμο την παλιά μπάντα’’ (Peter Gabriel) και όταν
ο δαιμόνιος Tonny Stratton Smith, ένα βράδυ
τον Μάρτιο του ’70, τους ακούει ζωντανά, υπογράφει αμέσως μαζί τους, συμβόλαιο
με την Charisma
Records.
Με τον John
Mayhew (drums) στις
τάξεις της, η μπάντα ηχογραφεί την άνοιξη του ’70 το δεύτερο άλμπουμ της, TRESPASS (release: Οκτώβριος
’70), με σαφώς αλλαγμένο τρόπο σύνθεσης των κομματιών. Οι GENESIS συστήνονται στην Progressive σκηνή με
ένα άλμπουμ, που έχει την κύρια σφραγίδα, του Philips και του Rutherford.
Στο τέλος των ηχογραφήσεων (Αύγουστος ’70) οι GENESIS χάνουν το βασικό συνθέτη, εμπνευστή
και αρχηγό της μπάντας, Anthony
Philips. Ο ίδιος επικαλείται stage fright και αδυναμία αφιέρωσης στη μπάντα, ενώ οι υπόλοιποι
αποφασίζουν την τελευταία στιγμή να μην ‘‘διαλύσουν’’ και να συνεχίσουν. Απολύουν
τον Mayhew (λόγω ηλικίας και μη
συμμετοχής στο songwriting) και
προσλαμβάνουν τον Phil
Collins
(έμπειρος drummer, φοβερή
φωνή και άπλετο χιούμορ), ύστερα από auditions
στο σπίτι του Gabriel
και τον Steve Hackett (σοβαρός, ταλαντούχος
κιθαρίστας και περιπετειώδης μουσικός), ανεβαίνοντας επίπεδο σε τεχνική
κατάρτιση και συνθετική ικανότητα. Καταλαβαίνουν ότι υστερούν στο stage image και ο Gabriel
αναλαμβάνει δράση. Όμως, περνάει αρκετές μέρες στο νοσοκομείο, καθώς δεν
υπολογίζει ότι στο πρώτο-ever
stage diving, το κοινό θα ‘‘ανοίξει’’ και θα βρεθεί στο κενό. Η
μπάντα περνάει πολλούς μήνες μαζί και δένεται με φιλία δυνατή. Με καινούριο Mellotron (εισήγηση του Hackett) και με καινούρια Les Paul & Hiwatt
stack ενισχυτή
(δώρο της μπάντας στον Steve), ηχογραφούν
το 3ο άλμπουμ NURSERY
CRYME (release: Νοέμβριος ’71), με πιο σκοτεινό ήχο,
ανώτερες συνθέσεις και μεγαλύτερη επιτυχία στα charts. Η μπάντα ξεκινάει Ευρωπαϊκό tour και αλωνίζει σε Ιταλία και Βέλγιο, που έχει και τη
μεγαλύτερη απήχηση.
Περίοδος με άπειρες συνθετικές ιδέες ακολουθεί και η
εναλλαγή studio ηχογράφησης
και μεγάλου tour προώθησης,
γίνεται τρόπος ζωής. Κανείς δεν χρειάζεται πλέον, καμία υπόδειξη σύνθεσης ή
τρόπο έκφρασης. Ο μέχρι τότε παραγωγός της (Bob Potter), αφού θα
εκφράσει τις ενστάσεις του για τη χρήση του Mellotron στο μνημειώδες intro του Watcher
of the Skies, θα εκδιωχθεί κακήν κακώς από την μπάντα. Ο Hackett, ύστερα από μία ‘‘κρίση ταυτότητας
και τάση φυγής’’ πείθεται να μείνει ως ‘‘απαραίτητο
μέλος της μπάντας’’ και οι GENESIS
ηχογραφούν το εξαιρετικό FOXTROT (release: Οκτώβριος ’72), σημείο αναφοράς στην
ιστορία του progressive, με
συνθέσεις μεστές, ώριμες και σαφή κατεύθυνση του ήχου, φέρνοντας την πολυπόθητη
καταξίωση της μπάντας. Το κοινό δεν τους συγκρίνει πλέον με τους FLOYD, ούτε με τους ELP, ούτε με τους YES. Ο ίδιος ο
Gabriel διηγείται
ότι τη μεγαλύτερη ικανοποίηση έλαβε, όταν ‘‘ένας
Chopin-style τυπάς, άκουσε το Supper’s Ready και τους προσκάλεσε να το παίξουν στην εκκλησία του
στην Νορμανδία, σε ένα μαγικό τοπίο’’.
Τα live πλέον είναι πάρα πολλά, τα
κουστούμια και τα extreme
make-ups του Gabriel
-ως θεματολογία στα κομμάτια της μπάντας- εκπλήσσουν και ενθουσιάζουν και
η εταιρεία επιβραβεύει την μπάντα με 3-μηνη παράταση για το επόμενο άλμπουμ. Η
‘‘mini ανομβρία
σε ιδέες’’ (Banks) τελειώνει
όταν ο Hackett παρουσιάζει
στην πρόβα, το αρχικό riff
του I Know What I
Like (In Your
Wardrobe), χαρίζοντας
στη μπάντα το πρώτο ‘‘super-single ever’’, κομμάτι που ο Gabriel λάτρευε
για τα κουπλέ του και μισούσε για το ρεφρέν του. Οι σαφείς επιρροές του Philips από Mahavishnu Orchestra, η
χρησιμοποίηση των voice tapes στο Mellotron και του ARP
Soloist Synth από τον Banks, η οργασμική συμμετοχή στη σύνθεση και τους στίχους
από τον Gabriel και η
αδιάκοπη συνεισφορά των Hackett-Rutherford, γεννούν το SELLING ENGLAND BY THE
POUND (release: Οκτώβριος ’73), το οποίο θα αποτελέσει την
πιο ώριμη δισκογραφική δουλειά της μπάντας έως τότε, με εξαιρετικές συνθέσεις,
σε ένα ‘‘criticize the English
way of living’’ mood, με άρτια παραγωγή, πανέμορφο artwork και με τεράστιο Ευρωπαϊκό tour καταξίωσης και καθολικής
αναγνώρισης. ‘‘Το αγαπημένο μου άλμπουμ’’
θα πει ο Hackett, ενώ όλοι
είναι περήφανοι για το αποτέλεσμα.
Οι συνθετικές ιδέες συνεχίζουν και είναι άπειρες, η
έμπνευση πελώρια και η μπάντα αποφασίζει να κάνει ένα διπλό concept άλμπουμ. Αποσύρεται στο Headley Grange, ένα διώροφο αγροτόσπιτο στην Βρετανική εξοχή, τιμημένος
τόπος ηχογράφησης των Led
Zeppelin και των Bad Company. ‘‘Το μέρος είναι
στοιχειωμένο’’ (Hackett, μετά από
εκμυστήρευση του ίδιου του Jimmy
Page) και ο μύθος θέλει να ‘‘εμπνέει την μπάντα’’ (Gabriel). Παράλληλα, όλοι κοινωνούν στα
προσωπικά τους δρώμενα, καθώς οι Philips
και Hackett
χωρίζουν από τις συντρόφους τους, οι Banks & Rutherford
είναι ανυπόμονοι για νέο υλικό και Live, αδιαφορώντας για οτιδήποτε γύρω τους και ο Gabriel γίνεται πατέρας παιδιού με
σοβαρά προβλήματα υγείας. Η μπάντα διαχωρίζεται και ενώ οι 4 (Banks, Rutherford, Philips, Hackett) προβάρουν ασταμάτητα, συνθέτοντας τη μουσική σε ξεχωριστό
δωμάτιο, ο Gabriel
περνάει ώρες απομόνωσης στο σαλόνι, γράφοντας ατελείωτους στίχους για το concept του άλμπουμ. Οι ενστάσεις του Banks για τη θεματολογία του concept είναι έντονες, αλλά ο Gabriel είναι ανένδοτος. Συνάμα, η ολοένα αυξανόμενη προσοχή
των ΜΜΕ και του κοινού, για τα αυτοσχέδια κουστούμια του Gabriel, τα φαντασιώδη make-ups και το
εκκεντρικό του stage performance, έχει ενοχλήσει αρκετά τα υπόλοιπα
μέλη, που νιώθουν τον Gabriel να
καρπώνεται ολοκληρωτικά την επιτυχία της μπάντας. Οι πρώτες νότες κρίσης είναι
φανερές.
Η τραυματική και βίαια μεταβατική αυτή περίοδος, θα
δώσει πνοή στο THE LAMB LIES DOWN
ON BROADWAY (release: Νοέμβριος
’74), ένα δίσκο διαμάντι, ένα μνημειώδες μουσικό δοκίμιο με
τρομακτικά ώριμες συνθέσεις και μια μπάντα που όχι απλά είναι στο συνθετικό της
ζενίθ, αλλά που άξια κατακτά μια θέση, δίπλα στα ιερά τέρατα της Progressive και της
μουσικής ιστορίας, γενικότερα. Η παραγωγή του άλμπουμ είναι στα υψηλότερα
δυνατά στάνταρ, τα live που
ακολουθούν, προσφέρουν ζωντανές υπερπαραγωγές με λέιζερ και οθόνες βίντεο, ενώ
όλα τα μέλη παραδέχονται ανοιχτά, την ανωτερότητα του δισκογραφήματος, σε σχέση
με οτιδήποτε άλλο μέχρι τότε. Όμως, οι μήνες που ακολουθούν, πιστοποιούν τη
ζημιογόνο περίοδο που προηγήθηκε και η μπάντα έρχεται αντιμέτωπη με τη
μεγαλύτερη κρίση της ιστορίας της. Ο Gabriel
ανακοινώνει την αποχώρησή του, απόφαση που ξαφνιάζει τους υπόλοιπους,
χωρίς όμως να τους σοκάρει, αφού είχαν ήδη κατανοήσει την δυσκολία της κατάστασης.
Η ‘‘αδυναμία κατανόησης της προσωπικής
κόλασης που περνούσε ο Gabriel’’ (Banks, Rutherford, Philips, Hackett) επιφέρει την ρήξη.
Οι GENESIS
θα συνεχίσουν με τα φαντασμαγορικά Trick of
the Tail (1976) και Wind
and Wuthering (1976), αλλά ποτέ δεν θα είναι
ίδιοι. Σύντομα θα απευθυνθούν σε διαφορετικό ακροαματικό κοινό και θα
μεγαλουργήσουν σε άλλα μονοπάτια.
Έχουν προλάβει όμως, σε κάθε περίπτωση, να
καινοτομήσουν και να συνθέσουν μια ανεπανάληπτη μουσική γκραβούρα. Από το ανατέλλον ‘‘Looking for
Someone’’ και το in-your-face ‘‘The
Knife’’ (TRESPASS), στο παραμυθένιο ‘‘The Musical
Box’’ και το ωμό ‘‘The Return Of The Giant Hogweed’’ (NURSERY CRYME). Από το μνημειώδες ‘‘Watcher of
the Skies’’ και το μαγικό ‘‘Supper’s Ready’’ (FOXTROT), στο επικό ‘‘Dancing With the Moonlit Knight’’ και το συμφωνικό ‘‘Firth of
Fifth’’ (SELLING ENGLAND BY THE POUND). Προσθέτεις την ονειρική ολότητα του
THE LAMB LIES DOWN
ON BROADWAY και αφήνεις μια παρακαταθήκη, που θα
ζήλευε κάθε μουσικός του πλανήτη αυτού. Η αιώνια απορία του ‘‘τι μπορούσαν
ακόμη να έχουν δώσει εάν ο Gabriel
έμενε’’ φαντάζει ρομαντική και ανυπόμονη, σχεδόν ασεβής προς την ιστορία.
Θα ενθυμούνται ως ό,τι πιο θεατρικό υπήρξε ποτέ στη συμφωνική ιδιοσυγκρασία του
Progressive Rock και θα απολαμβάνουν εσαεί την
μουσική διήγηση του ‘‘ανεξερεύνητου όμορφου’’.
Δημ. Σ. (Forneria Soccorso)